- καρφίς
- καρφίς, ίδος, ἡ, die Rute, mit welcher der römische Prätor die Sklaven beim Freisprechen berührt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καρφίδα — η 1. η καρφίτσα* 2. φρ. «καρφίδα ασφαλείας» ή «καρφίδα ασφαλιστική» είδος καρφίτσας τής οποίας η αιχμή εισέρχεται σε ειδική κοιλότητα ώστε να είναι ακίνδυνη, η παραμάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίς < κάρφος + υποκορ. κατάλ. ίς, ίδος, απ όπου ίδα… … Dictionary of Greek